- καταπλακώνω
- καταπλακώνω, καταπλάκωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
καταπλακώνω — καταπλάκωσα, καταπλακώθηκα, καταπλακωμένος 1. συνθλίβω με το βάρος, συντρίβω κάποιον εντελώς: Έπεσε η μάντρα και καταπλάκωσε δυο διαβάτες. 2. εφορμώ, πέφτω επάνω: Σε λίγο καταπλάκωσαν τα τανκς και τους διέλυσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
θάβω — ή θάφτω έθαψα, θάφτηκα, θαμμένος 1. ενταφιάζω, κηδεύω: Πήραν άδεια να θάψουν το νεκρό. 2. κρύβω στο χώμα: Έθαψαν το θησαυρό σ ένα μέρος κρυφό. 3. καταπλακώνω, σκεπάζω: Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής. 4. προκαλώ μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθλίβω — κατέθλιψα, καταθλίβηκα, καταθλιμμένος 1. θλίβω ισχυρά, καταπιέζω, καταπλακώνω: Έπεσε πάνω του το δέντρο και τον κατέθλιψε. 2. καταστενοχωρώ: Καταθλίβεται με την κατάντια των παιδιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)